περιβόητος

περιβόητος
περιβόητος, ον (βοάω; Soph., Thu. et al.) pert. to being acclaimed far and wide, well known, far famed, celebrated (so Demosth. 34, 29; Menand., Fgm. 402, 3 Kö.; Plut., Ages. 609c [24, 5], Themist. 119 [15, 4]; 2 Macc 2:22; Philo, Mos. 2, 284 εὐσέβεια; Jos., Ant. 6, 165, C. Ap. 1, 315) φιλαδελφία 1 Cl 47:5; (w. σεμνός and πᾶσιν ἀνθρώποις ἀξιαγάπητος) ὄνομα 1:1.—DELG s.v. βοή.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιβόητος — noised abroad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόητος — η, ο / περιβόητος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος,… …   Dictionary of Greek

  • περιβόητος — η, ο ξακουστός, ονομαστός: Η περιβόητη υπόθεση, δίκη, μάχη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβοητότερον — περιβόητος noised abroad adverbial comp περιβόητος noised abroad masc acc comp sg περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοητότατα — περιβόητος noised abroad adverbial superl περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτως — περιβόητος noised abroad adverbial περιβόητος noised abroad masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόητον — περιβόητος noised abroad masc/fem acc sg περιβόητος noised abroad neut nom/voc/acc sg περιβοάω defame pres imperat act 2nd dual περιβοάω defame pres ind act 3rd dual περιβοάω defame pres ind act 2nd dual περιβοάω defame imperf ind act 2nd dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοητότερος — περιβόητος noised abroad masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτοις — περιβόητος noised abroad masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτου — περιβόητος noised abroad masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήτους — περιβόητος noised abroad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”